Greenwashing – Η τάση που εκμεταλλεύεται την προσπάθεια βιωσιμότητας
Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση για την ανθρωπότητα στον 21ο αιώνα, με αποτέλεσμα τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι καταναλωτές να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη βιωσιμότητα και στην προστασία του περιβάλλοντος. Έτσι, οι επιχειρήσεις προσπαθούν να μειώσουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των προϊόντων τους, ενώ αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός των καταναλωτών που επιλέγουν να αγοράζουν προϊόντα που είναι φιλικά προς το περιβάλλον.
Μια σύγχρονη τάση που υποβαθμίζει την παραπάνω προσπάθεια για βιωσιμότητα ονομάζεται “Greenwashing”. Ουσιαστικά, πρόκειται για ψευδή ή ασαφή επικοινωνιακά μηνύματα, μέσω των οποίων κάποιες επιχειρήσεις δηλώνουν ότι διαθέτουν φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα/υπηρεσίες και διαδικασίες, ενώ στην πραγματικότητα δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Αυτό γίνεται γιατί θέλουν να κερδίσουν την εύνοια των καταναλωτών ή των επενδυτών και να διεισδύσουν στο ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα της αγοράς που περιλαμβάνει τη συνειδητή/βιώσιμη κατανάλωση. Ο όρος Greenwashing επινοήθηκε για πρώτη φορά από έναν Αμερικανό περιβαλλοντολόγο, τον Jay Westerveld το 1986. Το χρησιμοποίησε για να περιγράψει την πρακτική των ξενοδοχείων που προωθούσαν την επαναχρησιμοποίηση των πετσετών σε μια προσπάθεια να βοηθήσουν το περιβάλλον. Σημείωσε ότι συχνά δεν προσπαθούσαν να μειώσουν τη σπατάλη ενέργειας, αλλά ότι με την επαναχρησιμοποίηση πετσετών εξοικονομούσαν χρήματα. Το greenwashing μπορεί να πάρει πολλές μορφές, όπως για παράδειγμα μια αναληθή ή μη τεκμηριωμένη «eco-friendly» δήλωση στο ταμπελάκι ενός ρούχου, μια δημοσίευση παραποιημένων στοιχείων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιδόσεις μιας εταιρίας ή ακόμα και μια ολόκληρη καμπάνια marketing. Επιπλέον, μια μορφή Greenwashing που συμβαίνει συχνά είναι η χρήση φιλόδοξων ισχυρισμών βιωσιμότητας, με λίγες πληροφορίες για το πώς θα επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι. Υπάρχουν πολλές εταιρίες που έχουν κατηγορηθεί για τέτοιου είδους απάτες, ενώ κάποιες από αυτές αναγκάστηκαν να πληρώσουν πρόστιμο.
Μερικά παραδείγματα αυτών των εταιριών είναι : Volkswagen, Toyota, Goldman Sachs, Eni, H&M & Decathlon,Nestle,Coca Cola,Zara, Starbucks κα.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που τα τελευταία χρόνια έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις και συνεχίζει να εντείνεται. Ο τελευταίος ισχυρισμός επιβεβαιώνεται με την έκθεση του RepRisk (εταιρία ανάλυσης δεδομένων που ειδικεύεται στις μετρήσεις ESG) η οποία αποκάλυψε ότι σημειώθηκε 70% αύξηση των περιστατικών Greenwashing στον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό τομέα, τον τελευταίο χρόνο.
Μια σύγχρονη τάση που υποβαθμίζει την παραπάνω προσπάθεια για βιωσιμότητα ονομάζεται “Greenwashing”. Ουσιαστικά, πρόκειται για ψευδή ή ασαφή επικοινωνιακά μηνύματα, μέσω των οποίων κάποιες επιχειρήσεις δηλώνουν ότι διαθέτουν φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα/υπηρεσίες και διαδικασίες, ενώ στην πραγματικότητα δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Αυτό γίνεται γιατί θέλουν να κερδίσουν την εύνοια των καταναλωτών ή των επενδυτών και να διεισδύσουν στο ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα της αγοράς που περιλαμβάνει τη συνειδητή/βιώσιμη κατανάλωση. Ο όρος Greenwashing επινοήθηκε για πρώτη φορά από έναν Αμερικανό περιβαλλοντολόγο, τον Jay Westerveld το 1986. Το χρησιμοποίησε για να περιγράψει την πρακτική των ξενοδοχείων που προωθούσαν την επαναχρησιμοποίηση των πετσετών σε μια προσπάθεια να βοηθήσουν το περιβάλλον. Σημείωσε ότι συχνά δεν προσπαθούσαν να μειώσουν τη σπατάλη ενέργειας, αλλά ότι με την επαναχρησιμοποίηση πετσετών εξοικονομούσαν χρήματα. Το greenwashing μπορεί να πάρει πολλές μορφές, όπως για παράδειγμα μια αναληθή ή μη τεκμηριωμένη «eco-friendly» δήλωση στο ταμπελάκι ενός ρούχου, μια δημοσίευση παραποιημένων στοιχείων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιδόσεις μιας εταιρίας ή ακόμα και μια ολόκληρη καμπάνια marketing. Επιπλέον, μια μορφή Greenwashing που συμβαίνει συχνά είναι η χρήση φιλόδοξων ισχυρισμών βιωσιμότητας, με λίγες πληροφορίες για το πώς θα επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι. Υπάρχουν πολλές εταιρίες που έχουν κατηγορηθεί για τέτοιου είδους απάτες, ενώ κάποιες από αυτές αναγκάστηκαν να πληρώσουν πρόστιμο.
Μερικά παραδείγματα αυτών των εταιριών είναι : Volkswagen, Toyota, Goldman Sachs, Eni, H&M & Decathlon,Nestle,Coca Cola,Zara, Starbucks κα.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που τα τελευταία χρόνια έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις και συνεχίζει να εντείνεται. Ο τελευταίος ισχυρισμός επιβεβαιώνεται με την έκθεση του RepRisk (εταιρία ανάλυσης δεδομένων που ειδικεύεται στις μετρήσεις ESG) η οποία αποκάλυψε ότι σημειώθηκε 70% αύξηση των περιστατικών Greenwashing στον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό τομέα, τον τελευταίο χρόνο.